eksperimento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- eksperimento < eksperiment + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksperimento | eksperimentoj |
αιτιατική | eksperimenton | eksperimentojn |
eksperimento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eksperimento | eksperimentoj |
αιτιατική | eksperimenton | eksperimentojn |
eksperimento (eo)