egzemplarz
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛɡˈzɛ̃.mplaʃ/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
egzemplarz (pl) αρσενικό
- το αντίτυπο
- wszystkie egzemplarze książki zostały już sprzedane, a wydawcy zdecydowali się dodrukować następne 20 tys. - όλα τα αντίτυπα του βιβλίου πουλήθηκαν ήδη και οι εκδότες αποφάσισαν να εκδώσουν επιπλέον άλλες 20.000