egotistical
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | egotistical |
συγκριτικός | more egotistical |
υπερθετικός | most egotistical |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
egotistical (en)
- εγωιστικός
- ↪ an egotistical view of the world - εγωιστική αντίληψη του κόσμου
- ≈ συνώνυμα: selfish, egocentric, egotistic, → και δείτε τη λέξη arrogant