effarouchement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɛ.fa.ʁuʃ.mɑ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
effarouchement | effarouchements |
effarouchement (fr) αρσενικό
- το αλάφιασμα
ενικός | πληθυντικός |
effarouchement | effarouchements |
effarouchement (fr) αρσενικό