ecclésiastique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ecclésiastique | ecclésiastiques |
ecclésiastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ecclésiastique | ecclésiastiques |
ecclésiastique (fr) αρσενικό