Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
eater eaters

  Ετυμολογία επεξεργασία

eater < eat + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

eater (en)

  • ο φαγάς, ένα άτομο ή ένα ζώο που τρώει ένα συγκεκριμένο πράγμα ή με συγκεκριμένο τρόπο
    He’s a big eater.
    Είναι μεγάλος φαγάς.
    The kid is a big eater. He never makes it difficult for us to feed him.
    Είναι φαγανό παιδάκι. Δε μας δυσκόλεψε ποτέ στο φαΐ του.

  Πηγές επεξεργασία