Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. σοβαρότητα, ειλικρίνεια
  2. φιλοτιμία
  3. καπάρο, προκαταβολή κλεισίματος συμφωνίας
  4. σύμβολο υπόσχεσης-συμφωνίας, δείγμα, ένδειξη, σύμβολο όρκου
  5. πρόγευση
  6. το να είναι κάποιος/κάτι εργώδης, επίπονος

Παράγωγα επεξεργασία