dyspnéique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /disp.ne.ik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dyspnéique | dyspnéiques |
dyspnéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dyspnéique | dyspnéiques |
dyspnéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό