Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dwójka < dwa

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdvujka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dwójka (pl) θηλυκό

  1. το δυάρι σαν ψηφίο και σαν βαθμός
  2. (ειδικότερα) μη προάξιμος βαθμός, βαθμός κάτω από τη βάση σε πολλές σχολικές βαθμολογίες

Συγγενικά επεξεργασία