duondio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /du.onˈdi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : du‐on‐di‐o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duondio | duondioj |
αιτιατική | duondion | duondiojn |
duondio (eo)
- ο ημίθεος