duct
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
duct | ducts |
Ουσιαστικό επεξεργασία
duct (en)
- ο αγωγός, ένας σωλήνας που μεταφέρει υγρό, αέριο, ηλεκτρικό ή καλώδια τηλεφώνου κτλ.
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- duct - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 9. ISBN 9780194325684., λήμμα: αγωγός