Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dubito < dubius

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdu.bi.toː/

  Ρήμα επεξεργασία

dubito (la) (dubitō1, dubitāvī, dubitātum, dubitāre)

Κλίση επεξεργασία