dub
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dub< αρχαίο αγγλικό dubban (χτυπώ)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | dub |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dubs |
αόριστος | dubbed |
παθητική μετοχή | dubbed |
ενεργητική μετοχή | dubbing |
dub (en)
- βγάζω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ένα συγκεκριμένο όνομα, συχνά με χιουμοριστικό ή επικριτικό τρόπο
- ↪ The class dubbed her Mrs. Doremi.
- Η τάξη την έβγαλε κυρία Ντορεμί.
- ↪ The class dubbed her Mrs. Doremi.
- χρίζω (κάνω) κάποιον ιππότη
- αποκαλώ, τιτλοφορώ
- A man of wealth is dubbed a man of worth. Alexander Pope
Ετυμολογία επεξεργασία
- dub < double
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | dub |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dubs |
αόριστος | dubbed |
παθητική μετοχή | dubbed |
ενεργητική μετοχή | dubbing |
dub (en)
- παράγω ένα αντίγραφο από μια αρχική μαγνητοφώνηση
- εγγράφω τον ήχο σε μια κινηματογραφική ταινία
- μεταγλωττίζω, ντουμπλάρω[1], αντικαθιστώ τους πρωτότυπους διαλόγους μιας ταινίας με μεταφρασμένους
- αναμιγνύω διαφορετικές ηχητικές εγγραφές για να παράγω μια καινούρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dub | dubs |
dub (en)
- (μουσική) η ηχητική εγγραφή που προκύπτει μετά την αφαίρεση των φωνητικών από ένα μουσικό κομμάτι
- (μουσική) είδος ρέγκε μουσικής που περιλαμβάνει την [μείξη]] διαφορετικών ηχητικών εγγραφών
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- dub (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- dub (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω
Βοσνιακά (bs) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dub (bs)
Κροατικά (hr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dub (hr)
- (παρωχημένο) η βελανιδιά
Σερβικά (sr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dub (sr)
- λατινική γραφή του дуб
Σλοβακικά (sk) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dub (sk)
Κλίση επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | dub | duby |
γενική | duba, dubu | dubov |
δοτική | dubu | dubom |
αιτιατική | dub | duby |
κλητική | dub, dube | duby |
τοπική | dube | duboch |
οργανική | dubom | dubmi, dubami |
Τσεχικά (cs) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dub (cs)
Συγγενικά επεξεργασία
Βολαπούκ (vo) επεξεργασία
Πρόθεση επεξεργασία
dub (vo)