drukarka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drukarka | drukarki |
γενική | drukarki | drukarek |
δοτική | drukarce | drukarkom |
αιτιατική | drukarkę | drukarki |
οργανική | drukarką | drukarkami |
τοπική | drukarce | drukarkach |
κλητική | drukarko | drukarki |
Ετυμολογία επεξεργασία
drukarka < drukować
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
drukarka (pl) θηλυκό