drogo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- drogo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | drogo | drogoj |
αιτιατική | drogon | drogojn |
drogo (eo)
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
drogo (pl)