Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική drewno drewna
γενική drewna drewien
δοτική drewnu drewnom
αιτιατική drewno drewna
οργανική drewnem drewnami
τοπική drewnie drewnach
κλητική drewno drewna

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈdrɛvnɔ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

drewno (pl) ουδέτερο

  1. το ξύλο μόνο με τις υλικές του έννοιες:

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία