Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
downpour downpours

  Ετυμολογία επεξεργασία

downpour < down- + pour

  Ουσιαστικό επεξεργασία

downpour (en)

  • η νεροποντή, η μπόρα, η βροχόπτωση
    I was caught in a downpour.
    Με έπιασε νεροποντή/μπόρα.
    In Northern Greece, downpours will occur.
    Στη Βόρεια Ελλάδα θα σημειωθούν βροχοπτώσεις.
    a downpour (of rain) - πτώση βροχής

  Πηγές επεξεργασία