doubt
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- doubt < μέση αγγλική douten < αγγλονορμανδική douter < παλαιά γαλλική douter < λατινική dubito
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
doubt | doubts |
doubt (en)
- η αμφιβολία, η αβεβαιότητα
- η υποψία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | doubt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | doubts |
αόριστος | doubted |
παθητική μετοχή | doubted |
ενεργητική μετοχή | doubting |
doubt (en)