Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

don't < do + -n't (not)

  Ρήμα επεξεργασία

don't (en)

  • μη(ν), δεν
    Don't speak!
    Μη μιλάς!
    I don’t know.
    Δεν ξέρω.