Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dompteur dompteurs

dompteur (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη dompter