dominus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dominus < *dṓm < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dem- (χτίζω) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdo.mi.nus/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
dominus (la) αρσενικό
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dominus | dominī |
γενική | dominī | dominōrum |
δοτική | dominō | dominīs |
αιτιατική | dominum | dominōs |
κλητική | domine | dominī |
αφαιρετική | dominō | dominīs |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ dominus (Latin) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές επεξεργασία
- dominus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.