Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

domaĝi < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα domaĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας domaĝas domaĝanta domaĝata
αόριστος domaĝis domaĝinta domaĝita
μέλλοντας domaĝos domaĝonta domaĝota
υποθετική domaĝus - -
προστακτική domaĝu - -

domaĝi (eo)