dolora
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dolora < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolora | doloraj |
αιτιατική | doloran | dolorajn |
dolora (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dolora | doloraj |
αιτιατική | doloran | dolorajn |
dolora (eo)