Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
doigtier doigtiers

  Ουσιαστικό επεξεργασία

doigtier (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη doigt