dock
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dock | docks |
dock (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | dock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | docks |
αόριστος | docked |
παθητική μετοχή | docked |
ενεργητική μετοχή | docking |
dock (en)
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dock | docks |
dock (fr) αρσενικό