docento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | docento | docentoj |
αιτιατική | docenton | docentojn |
docento (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | docento | docentoj |
αιτιατική | docenton | docentojn |
docento (eo)