Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
doc docs

  Ετυμολογία επεξεργασία

doc < περικοπή του doctor, ή document ή documentary

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɒk/ (βρετανικό)
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

doc (en)