disvolviĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- disvolviĝo < disvolv(i) + -iĝ- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | disvolviĝo | disvolviĝoj |
αιτιατική | disvolviĝon | disvolviĝojn |
disvolviĝo (eo)
- la granda disvolviĝo de la turismo, η μεγάλη ανάπτυξη του τουρισμού