distribuo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distribuo | distribuoj |
αιτιατική | distribuon | distribuojn |
distribuo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distribuo | distribuoj |
αιτιατική | distribuon | distribuojn |
distribuo (eo)