Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
distress distresses

distress (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας distress
γ΄ ενικό ενεστώτα distresses
αόριστος distressed
παθητική μετοχή distressed
ενεργητική μετοχή distressing

distress (en)

  1. έχω ψυχική δυσφορία, σκάω
    Do not distress, all will be well.
    Μη σκας, όλα θα πάνε καλά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
  2. προκαλώ/προξενώ ψυχική δυσφορία, σκάω
    She distressed me with her chatter.
    Μ’έσκασε με τη φλυαρία της
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry

  Πηγές επεξεργασία

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 791-792. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σκάζω