Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας distinguish
γ΄ ενικό ενεστώτα distinguishes
αόριστος distinguished
παθητική μετοχή distinguished
ενεργητική μετοχή distinguishing

  Ρήμα επεξεργασία

distinguish (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) διακρίνω, ξεχωρίζω, διαφοροποιώ, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    I can not distinguish between them.
    Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
    The twins are so alike that I can’t distinguish one from the other.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
    We must distinguish the situation of unemployment from that of voluntarily abstaining from work.
    Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell apart
  2. (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) διακρίνω, ξεχωρίζω, διαφοροποιώ, χαρακτηρίζω, είναι ένα χαρακτηριστικό που κάνει δύο ανθρώπους, ζώα ή πράγματα να διαφέρουν
    the qualities that distinguish a leader - οι ιδιότητες που διακρίνουν έναν ηγέτη
    Speech distinguishes man from other animals.
    Η ομιλία ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τ' άλλα ζώα.
    What distinguishes his proposal from all the others is the special respect that he shows to the environment.
    Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον.
    the way of speaking which distinguishes the Cretans - ο τρόπος ομιλίας που χαρακτηρίζει τους Κρήτες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη set apart
  3. (μεταβατικό, όχι στα progressive tenses) διακρίνω, μπορώ να δω ή να ακούσω κάτι
    I distinguished the figure in the dark.
    Διέκρινα τη φαγούρα στο σκοτάδι.
    We distinguished her voice.
    Διακρίναμε τη φωνή της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη make out
  4. (μεταβατικό) χαρακτηρίζω, διακρίνω, ξεχωρίζω, κάνω κάτι τόσο καλά που ο κόσμος με προσέχει και με θαυμάζει
    Greeks are distinguished by their hospitality.
    Οι Έλληνες χαρακτηρίζονται για τη φιλοξενία τους.
    Kostas is distinguished by his readiness.
    Ο Κώστας διακρίνεται για την ετοιμότητά του.
    He distinguished himself as a war correspondent in Vietnam.
    Ξεχώρισε σαν πολεμικός ανταποκριτής στο Βιετνάμ.
    He is distinguished in his field.
    Ξεχώρισε στον τομέα του.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία