distinção
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- distinção < από το λατινικό distinctĭo, -ōnis
Ουσιαστικό επεξεργασία
distinção (pt) θηλυκό (πληθ. distinções)
- διάκριση, διαχωρισμός, διαφοροποίηση
- διάκριση τιμητική, κύρος, (εκφορά του διακεκριμένος με ουσιαστικό)
- eis aí um homem de grande distinção (είναι άνθρωπος με μεγάλες διακρίσεις)
Συγγενικά επεξεργασία
- distinguir και παλιότερη γραφή distingüir
- distinguindo