Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dis.py.te/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

disputer (en)

  1. ένας από αυτούς που διαπληκτίζονται ή γενικά συζητούν, φιλονικών ή συζητητής



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dis.py.te/
 

  Ρήμα επεξεργασία

disputer (fr)

  1. μαλώνω κάποιον
    elle l'a disputé parce qu'il était en retard - τον μάλωσε γιατί άργησε
  2. διεκδικώ
    ils se sont disputé la première place - διεκδίκησαν την πρώτη θέση

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία