Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dis.pa.ʁi.te/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
disparité disparités

disparité (fr) θηλυκό