dismantle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | dismantle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dismantles |
αόριστος | dismantled |
παθητική μετοχή | dismantled |
ενεργητική μετοχή | dismantling |
Ρήμα επεξεργασία
dismantle (en)
- αποσυναρμολογώ, λύνω, διαλύω μια μηχανή ή ένα κτήριο στα κομμάτια
- ↪ The car can be dismantled into many separate pieces.
- Το αυτοκίνητο μπορεί να αποσυναρμολογηθεί σε πολλά ανεξάρτητα μέρη.
- ↪ He dismantled the engine.
- Έλυσε/Διέλυσε τη μηχανή.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disassemble
- ↪ The car can be dismantled into many separate pieces.
- διαλύω, τερματίζω έναν οργανισμό ή ένα σύστημα σταδιακά με οργανωμένο τρόπο
- ↪ They dismantled the company.
- Διέλυσαν την εταιρία.
- ↪ They dismantled the company.