dishwasher
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dishwasher | dishwashers |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dishwasher (en)
- (συσκευή) το πλυντήριο πιάτων
- (επάγγελμα) κάποιος που προσλαμβάνεται από ένα εστιατόριο για να πλένει τα πιάτα