Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dishwasher dishwashers

  Ετυμολογία επεξεργασία

dishwasher < dish + washer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dishwasher (en)

  1. (συσκευή) το πλυντήριο πιάτων
  2. (επάγγελμα) κάποιος που προσλαμβάνεται από ένα εστιατόριο για να πλένει τα πιάτα