Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

από το λατινικό discriminare < discrimen, αρχή διαχωρισμού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

discriminant (fr)

  Επίθετο επεξεργασία

discriminant (fr) αρσενικό, discriminante θηλυκό

  • που διαχωρίζει, ξεχωρίζει

Συγγενικά επεξεργασία