Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
discovery discoveries

  Ουσιαστικό επεξεργασία

discovery (en)

  • η ανακάλυψη
    This discovery represents a major scientific advance.
    Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.

  Πηγές επεξεργασία