dirty look
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dirty look | dirty looks |
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
dirty look (en) → δείτε τις λέξεις dirty και look
- το ψυχρό βλέμμα προς κάποιον, αγριοκοιτάζω κάποιον
- ↪ I gave him a dirty look and he shut up immediately.
- Τον αγριοκοίταξα κι αυτός σώπασε αμέσως.
- ↪ I gave him a dirty look and he shut up immediately.
Συνώνυμα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- dirty look - Cambridge Dictionary online