Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

direct speech < → δείτε τις λέξεις direct και speech
  • παραδείγματα[1]:
    He said, ”It’s raining.”
    Είπε, «Βρέχει».
    ”What did you say?”
    «Τι είπες;»

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

direct speech (en) (μη μετρήσιμο)

  • (γραμματική) ο ευθύς λόγος, ο λόγος μέσω του οποίου μεταδίδονται τα λόγια ενός προσώπου άμεσα, δηλαδή έτσι ακριβώς όπως τα είπε [2]

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684. , λήμμα: λέ(γ)ω
  2. Ευθύς και Πλάγιος Λόγος