Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός diplomatically
συγκριτικός more diplomatically
υπερθετικός most diplomatically

  Ετυμολογία επεξεργασία

diplomatically < diplomatic + -ally

  Επίρρημα επεξεργασία

diplomatically (en)

  • διπλωματικά
    He handled the whole matter very diplomatically.
    Αντιμετώπισε το όλο ζήτημα πολύ διπλωματικά.

  Πηγές επεξεργασία