Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diploma (en)



Βοσνιακά (bs) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diploma (bs)


Λατινικά (la) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

diploma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική δίπλωμα < διπλόω / διπλῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

diploma (la) ουδέτερο (γενική: dī˘plōmătis, πληθυντικός: diplomata)

  Πηγές επεξεργασία