diocese
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diocese < παλαιά γαλλική diocese < υστερολατινική diocesis < λατινική dioecesis < αρχαία ελληνική διοίκησις < διοικέω < διά + οἰκέω < οἶκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdaɪ.ə.sɪs/
Ουσιαστικό επεξεργασία
diocese (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
- parish of a bishop