dimanche
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
dimanche (fr) αρσενικό
- η Κυριακή
Εκφράσεις επεξεργασία
- du dimanche: λέγεται για κάποιον άπειρο, ερασιτέχνη, που ασχολείται σπάνια με κάτι
- un conducteur du dimanche: ανέμπειρος οδηγός
- le dimanche: κυριακάτικα, την Κυριακή
- il travaille le dimanche - δουλεύει κυριακάτικα / την Κυριακή
Δείτε επίσης επεξεργασία
Οι μέρες της εβδομάδας | |||||||||||
Δευτέρα | Τρίτη | Τετάρτη | Πέμπτη | Παρασκευή | Σάββατο | Κυριακή | |||||
lundi | mardi | mercredi | jeudi | vendredi | samedi | dimanche |