Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

dignité < λατινική dignitas

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /di.ɲi.te/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dignité dignités

dignité (fr) θηλυκό

  1. η αξιοπρέπεια
  2. το αξίωμα, το προνόμιο