differ
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | differ |
γ΄ ενικό ενεστώτα | differs |
αόριστος | differed |
παθητική μετοχή | differed |
ενεργητική μετοχή | differing |
Ρήμα επεξεργασία
differ (en)
Συγγενικά επεξεργασία
- difference
- different & συγγενικά
- differentiate
- differentiation