Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

die laughing < → δείτε τις λέξεις die και laughing

  Έκφραση επεξεργασία

die laughing (en)

  • (ιδιωματισμός) ξεκαρδίζομαι (στα γέλια)
    The children died laughing when I slipped on the banana peel.
    Τα παιδιά ξεκαρδίστηκαν (στα γέλια) όταν γλίστρησα στη μπανανόφλουδα.

  Πηγές επεξεργασία