diaphragmatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dja.fʁaɡ.ma.tik/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diaphragmatique | diaphragmatiques |
diaphragmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
diaphragmatique | diaphragmatiques |
diaphragmatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό