diafragmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diafragmo < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | diafragmo | diafragmoj |
αιτιατική | diafragmon | diafragmojn |
diafragmo (eo)