Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

diable < λατινική diabolus < αρχαία ελληνική διάβολος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /djabl/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
diable diables

diable (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) ο διάβολος

  Επιφώνημα επεξεργασία

diable (fr)

  1. δηλώνει έκπληξη, εκνευρισμό
    que diable se passe-t-il ? - τι διάολο συμβαίνει;
    → δείτε τις λέξεις bigre και fichtre

Συγγενικά επεξεργασία